- φανερώτατος
- φανερόςvisiblemasc nom superl sgφανερόςvisiblemasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… … Dictionary of Greek
Βρασίδας — (; – Αμφίπολη 421 π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός στην πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου (431 421 π.Χ.). Η δράση του αναφέρεται κυρίως σε παράτολμες επιχειρήσεις εναντίον των Αθηναίων· στη Μεθώνη το 431, στην Πύλο το 425, όπου σε μια πολεμική … Dictionary of Greek
ԵՐԵՒԵԼԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0678 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c ա. φανερώτατος, περιφανέστατος, ἑμφαντικώτατος manifestissimus, illustrissimus, significans cum emphasi Առաւել կամ յոյժ երեւելի. պայծառ. յայտնագոյն. քաջայայտ. նշանաւոր,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)